- πολυποδίτης
- πολῠποδ-ίτης [pron. full] [ῑ] οἶνος, ὁ, wineA flavoured with polypody, Aët.3.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυποδίτης — πολυποδί̱της , πολυποδίτης flavoured with polypody masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποδίτης — ὁ, Α οίνος αρωματισμένος με το φυτό πολυπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπους, οδος + κατάλ. ίτης (πρβλ. δαφν ίτης, μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek